-
1 птица
-ы θ.1. πτηνό, πουλί•домашние -ы οικόσιτα πτηνά•
хишные -ы αρπαχτικά πτηνά•
морская птица θαλασσοπούλι.
2. ειρν. κοινωνικός παράγοντας.εκφρ.обстрелянная (стрелянная) птица – έμπειρος, πεπειραμένος, ψημένος• μπαρουτοκαπνισμένος•жить как небесная птица – ζω σαν το πουλί του ουρανού (αμέριμνα, όσα παν κι όσα έρθουν).